σιβηρικός

σιβηρικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σιβηρία: Τα σιβηρικά δάση αποτελούν σημαντική πηγή πλούτου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιβηρικός — ή, ό, Ν [Σιβηρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σιβηρία ή αυτός που προέρχεται από τη Σιβηρία («σιβηρικό ψύχος») 2. φρ. «σιβηρικός αντικυκλώνας» (μετεωρ.) ημιμόνιμο σύστημα υψηλών βαρομετρικών πιέσεων που εμφανίζεται με επίκεντρο τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σιβηριανός — ο, θηλ. Σιβηριανή, Ν 1. ο κάτοικος τής Σιβηρίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σιβηρία 2. ως επίθ. σιβηριανός, ή, ό σιβηρικός …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • υπερσιβηρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που διασχίζει τη Σιβηρία 2. το αρσ. ως ουσ. ο υπερσιβηρικός ο υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος 3. φρ. «υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος» μεγάλη σιδηροδρομική γραμμή στην πρώην Σοβιετική Ένωση, η οποία συνδέει την Ευρωπαϊκή Ρωσία με τις ακτές …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”